- τρόφιμο
- το / τρόφιμον, ΝΑκάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφήνεοελλ.1. στον πληθ. τα τρόφιματα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα»(τροφ.-τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν παραχθεί χωρίς τα χημικά προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται από τις σύγχρονες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσειςii) τρόφιμα που δεν περιέχουν πρόσθετες ύλεςiii) τρόφιμα που παρασκευάζονται με παραδοσιακές τεχνικέςβ) «τρόφιμα ζωικής προέλευσης»(τροφ.-τεχνολ.) το κρέας τών θηλαστικών και τών πουλερικών, τα εδώδιμα προϊόντα που παρασκευάζονται από αυτά, τα εδώδιμα παραπροϊόντα τών σφαγίων, τα εδώδιμα αλιεύματα και τα προϊόντα που παρασκευάζονται από αυτά, τα αβγά, το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το μέλιγ) «τρόφιμα φυτικής προέλευσης»(τροφ.-τεχνολ.) τα σιτηρά, τα όσπρια, τα οπωρικά, τα λαχανικά και γενικά τα τρόφιμα που παράγονται από φυτικές ύλεςδ) «νωπά τρόφιμα» — τρόφιμα που καταναλώνονται χωρίς προηγούμενη κατεργασία εκτός από τη διαλογή, την τυποποίηση και τη συσκευασίαε) «συντηρημένα τρόφιμα» — τρόφιμα που έχουν υποστεί ορισμένη κατεργασία ώστε να παραταθεί η εμπορική τους ζωή για σύντομο ή μακρό χρονικό διάστημαστ) «μεταποιήσιμα τρόφιμα» — τρόφιμα που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη σε ειδικές βιομηχανίες οι οποίες παράγουν προϊόντα μεταποίησης για απευθείας κατανάλωσηζ) «τρόφιμα για ειδική διατροφή»(τροφ. τεχνολ.) τρόφιμα ειδικής σύνθεσης ή ειδικού τρόπου παρασκευής τα οποία διαφέρουν και διακρίνονται σαφώς από τα συνήθη ευρείας κατανάλωσης τρόφιμα, ανταποκρινόμενα στον δηλούμενο διατροφικό προορισμό τουςη) «διαιτητικά τρόφιμα»(τροφ.-τεχνολ.) τρόφιμα τα οποία χάρη στη σύσταση και στον τρόπο παρασκευής τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαιτητικούς σκοπούς, αλλ. διαιτητικές τροφέςθ) «τρόφιμα κατάλληλα προς κατανάλωση»(τροφ.-τεχνολ.) τρόφιμα που διατηρούν τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά, δεν παρουσιάζουν αλλοιώσεις που να οφείλονται σε ασθένειες, αποσύνθεση ή μόλυνση και πληρούν, κατά περίπτωση, τους όρους τής σχετικής νομοθεσίαςι) «τρόφιμα ακατάλληλα προς βρώση»(τροφ.-τεχνολ.) τρόφιμα οι οργανοληπτικοί χαρακτήρες τών οποίων αποκλίνουν από τις προδιαγραφές, ανεξάρτητα από την επίδραση τού τροφίμου στην υγεία τού καταναλωτήια) «τρόφιμα συνήθους κατανάλωσης»(τροφ.-τεχνολ.) σκευάσματα κοινών τροφίμων που προορίζονται για τη διατροφή τού καταναλωτικού κοινούιβ) «επεξεργασία τροφίμων»(τεχνολ.-τροφ.) το σύνολο τών διαδικασιών με τις οποίες οι ακατέργαστες ουσίες που αποτελούν τροφή για τον άνθρωπο μετατρέπονται σε εδώδιμα προϊόντα κατάλληλα για κατανάλωση, μαγείρεμα ή αποθήκευση, δηλαδή σε τρόφιμαιγ) «ακτινοβόληση τροφίμων» — μέθοδος συντήρησης τών τροφίμων για μεγάλο ή σύντομο χρονικό διάστημα, η οποία συνίσταται στην έκθεσή τους στην επίδραση διαφόρων ακτινοβολιών για ορισμένη κάθε φορά χρονική περίοδοιδ) «συντήρηση τών τροφίμων» — η προστασία τών τροφίμων από αλλοιώσεις που παρατηρούνται μετά τη συγκομιδή ή τη σφαγήιε) «τεχνολογία τροφίμων» — επιστήμη που έχει ως αντικείμενο της την επεξεργασία τών τροφίμων, δηλαδή τη μελέτη τής συντήρησης, συσκευασίας, διακίνησης και αξιοποίησης τών κλασικών τροφίμων και τη διεύρυνση τών τρόπων και μεθόδων παραγωγής νέων ειδών τροφίμων, καθώς και τη μελέτη τών μεταβολών και τών οργανοληπτικών ιδιοτήτων τών τροφίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού συδ. τού επιθ. τρόφιμος].
Dictionary of Greek. 2013.